- μηδενισμός
- ο1. η μηδένιση, η αναγωγή στο μηδέν2. η βαθμολογία με μηδέν3. στάση απόλυτης άρνησης4. αντίληψη που αρνείται το σύστημα, τους θεσμούς, την ηθική, την ιδεολογία και τις πολιτιστικές παραδόσεις και αξίες μιας δεδομένης κοινωνίας χωρίς να αντιπροτείνει τίποτε ή κάτι καλύτερο στη θέση τους, αντίληψη η οποία προσομοιάζει ως προς την κοινωνική και ιδεολογική ουσία της με τον αναρχισμό5. φρ. α) «πολιτικο-κοινωνικός μηδενισμός» — η απόρριψη κάθε κρατικής και συχνά κάθε κοινωνικής τάξηςβ) «γνωσιολογικός μηδενισμός»(ισοδύναμος κατά κάποιον τρόπο με τον απόλυτο σκεπτικισμό ή τον απόλυτο αγνωστικισμό)η άρνηση τής γνωστικής δυνατότητας τού ανθρώπουγ) «οντολογικός μηδενισμός» — η άρνηση τών αντικειμένων τής γνώσης στον τομέα τής οντολογίαςδ) «μεταφυσικός μηδενισμός» — η άρνηση τών αντικειμένων τής γνώσης στην περιοχή τής μεταφυσικήςε) «ηθικός μηδενισμός» — η άρνηση τού αντικειμένου τής γνώσης στον τομέα τής ηθικής, η απόρριψη τών αξιών και τών ηθικών κανόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέν + -ισμός. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. nihil-isme. Η λ. μαρτυρείται από το 1820 στον Βεν. Λέσβιο].
Dictionary of Greek. 2013.